Όμιλος Φιλαναγνωσίας : Μία πύλη προς τον κόσμο της λογοτεχνίας και της
έκφρασης
Ο Όμιλος
Φιλαναγνωσίας του 1ου Πειραματικού Γυμνασίου Σάμου προσφέρει ένα
χώρο όπου οι μαθητές μπορούν να μοιραστούν τις εμπειρίες τους, να συζητήσουν
για αγαπημένα κείμενα, να ανακαλύψουν νέους συγγραφείς και να έρθουν σε επαφή
με τη δημιουργική πλευρά του εαυτού τους. Σ’ αυτό το πλαίσιο τα μέλη της ομάδας
κλήθηκαν να επιλέξουν 20 λέξεις από το βιβλίο του Αντρί Σνερ Μάγκνασον,
«Τιμακιστάν, το σεντούκι του χρόνου» και να συνθέσουν τη δική τους ιστορία.
Οι λέξεις που διάλεξαν είναι: σεντούκι, πεταλούδες,
εικόνα, κούκλα, άνοιξη, ταξίδι, κρύσταλλο, ασθένεια, ηλιοβασίλεμα, καρδιά,
θλίψη, υπόσχεση, παράθυρο, κόσμος, σπίτι, λίμνη, μελωδία, τρέμουλο, δάσος,
χρόνος.
Η υπόσχεση
-Δε θα σε αφήσω ποτέ, θα σ’ αγαπώ για πάντα! Το
υπόσχομαι!
-Δύσκολο αυτό, αγαπημένε μου, αφού νιώθω ήδη το σώμα
μου να ξεκινάει το μακρινό αυτό ταξίδι. Μπορεί το μυαλό μου να βρίσκεται ακόμα
εδώ, αλλά δεν ξέρω για πόσο…
Ο Όλιβερ κοίταξε τη Μέλοντι. Τα γαλάζια μάτια της που
ήταν συνήθως γεμάτα χαρά, τώρα ήταν γεμάτα δάκρυα και πόνο. Μια ηλιαχτίδα που
έμπαινε από το παράθυρο φώτιζε τα μαλλιά της… και ξαφνικά… ο χρόνος σταμάτησε
για εκείνη.
Τα χρόνια περνάνε και ο Όλιβερ κάθε μέρα θρηνεί για
την αγάπη που έχασε. Οικογένεια και φίλοι του συμπαραστέκονται, αλλά δεν μπορεί
να ξεχάσει τελείως την οδύνη του. Όσες γυναίκες και αν ήρθαν στη ζωή του, αυτός
πάντα έμενε πιστός στη Μέλοντι. Γελούσε, διασκέδαζε κάποιες φορές, αλλά στην
ψυχή του κυριαρχούσε η ατελείωτη αγάπη του για κείνη.
Θέλοντας να ξεφύγει από τη θλίψη αποφάσισε να πάει ένα
ταξίδι. Αν και είχε πολλές επιλογές, διάλεξε ένα ξεχωριστό σπιτάκι στο δάσος
της Μορκάσας. Όταν έφτασε εκεί αντίκρισε μια πανέμορφη ξύλινη καλύβα, γύρω-γύρω
υπήρχαν πολύχρωμα λουλούδια που του θύμιζαν τη μυρωδιά της αγαπημένης του. Το
τοπίο ήταν μαγευτικό, όλα όσα υπήρχαν τριγύρω έδιναν μια ιδιαίτερη αίσθηση, η
οποία ομόρφαινε το κλίμα όλο και περισσότερο. Ένιωθε ότι ο αέρας είχε το λεπτό
άρωμά της, ότι όλα τα πουλιά είχαν τη χάρη της, αλλά μαζί με αυτά κουβαλούσαν
και τη λύπη του Όλιβερ, γιατί η Μέλοντι δε ζούσε. Τώρα, κατάλαβε ότι η μυρωδιά
στον αέρα δεν ήταν δικιά της και δε μύριζε καλύτερα από μαραμένα λουλούδια. Τα
πουλιά δεν ήταν τόσο όμορφα όσο νόμιζε νωρίτερα, τα χρώματά τους ήταν παράξενα
και δεν ταίριαζαν μεταξύ τους. Τα ράμφη τους ήταν στραβά και φαινόταν αφύσικα
μεγάλα. Τίποτα δεν μπορούσε να συγκριθεί με τις αρετές της αγαπημένης του….
Τίποτα δεν μπορούσε να γεμίσει το κενό που υπήρχε βαθιά μες την ψυχή του.
Απελπισμένος άρχισε να περπατάει στο δάσος, ενώ το
μυαλό του είχε πλημμυρίσει από αναμνήσεις. Η μορφή της Μέλοντι κυριαρχούσε στις
σκέψεις του, τα γέλια της αντηχούσαν, οι όμορφες στιγμές τους ζωντάνευαν
μπροστά στα μάτια του, ώσπου οδηγήθηκε σε μια λίμνη τόσο όμορφη όσο το κορίτσι
που έχασε. Τα ήρεμα και καθαρά νερά της σε συνδυασμό με το τιτίβισμα των
πουλιών βοήθησαν τον Όλιβερ να ξεφύγει λίγο από τη δυστυχία του και να νιώσει
ότι υπάρχει ακόμα ελπίδα στον κόσμο.
Ξαφνικά μια γαλάζια πεταλούδα με καφέ κηλίδες πέταξε
μπροστά του και του θύμισε πάλι τη Μέλοντι. Μαγεμένος από την ομορφιά και την
ηρεμία της άρχισε να την ακολουθεί γεμάτος περιέργεια, ήθελε να δει που θα
πάει, σε ποιο κλαδάκι θα σταματήσει , για να ξεκουραστεί. Λες και ήταν γραφτό η
πεταλούδα τον οδήγησε σε μια συστάδα θάμνων και κάπου ανάμεσα στο πυκνό φύλλωμα
μια λάμψη τράβηξε την προσοχή του. Μια παράξενη αίσθηση κυρίευσε την καρδιά του
Όλιβερ, κάτι σαν ανησυχία… αγωνία… δεν ήταν σίγουρος. Αποφάσισε να δει από πού
ερχόταν αυτή η λάμψη. Μετακίνησε τα φύλλα, κινήθηκε αργά και με μεγάλη προσοχή
ανάμεσα στους θάμνους και ένα σεντούκι
φάνηκε μπροστά του.
Η πεταλούδα πέταξε ξανά, κινήθηκε προς τα πίσω
αναζητώντας τη δροσιά της λίμνης. Ο Όλιβερ δεν έχασε χρόνο, την ακολούθησε μαζί
με το σεντούκι. Αναρωτιόταν πώς βρέθηκε εκεί αυτό το παλιό αντικείμενο. «Ποιος
να άφησε εδώ το σεντούκι και για ποιο
λόγο;» αναρωτήθηκε. Του φάνηκε σαν να ήταν αφημένο εκεί για κείνον. «Ένα δώρο
από την πεταλούδα, ίσως;». Μα τι σκεφτόταν! Πώς θα μπορούσε ένα έντομο να έχει
κρύψει ένα σεντούκι; Κι όμως, όσο παράλογη και αν ακουγόταν αυτή η σκέψη,
ένιωθε πως είχε κάποια λογική. Ο τρόπος με τον οποίο τον πλησίασε … σαν κάτι να
ήξερε … σαν κάτι να ήθελε. Ίσως έπρεπε να βρει το σεντούκι, να το ανοίξει.
Μπορεί αυτό που βρισκόταν μέσα να του έκανε τη ζωή καλύτερη, να του έδιωχνε τη
μελαγχολία, να του έδινε χαρά. Αυτό ή απλώς είχε αρχίσει να χάνει το μυαλό του.
Όταν επιτέλους έφτασε στη λίμνη, ακούμπησε το σεντούκι
πάνω στο πράσινο γρασίδι και το άνοιξε προσεκτικά, με ένα τρέμουλο στα χέρια.
Ταυτόχρονα εμφανίστηκαν στην αντανάκλαση της λίμνης οι αναμνήσεις του, οι
στιγμές χαράς και αγάπης που έζησε με τη Μέλοντι. Είδε τους δυό τους να τρέχουν
στη χιονισμένη πλαγιά του Μπρόνανσκ, να περπατάνε πιασμένοι χέρι-χέρι σε μια
παραλία, να μαγειρεύουν το αγαπημένο τους φαγητό στη ζεστασιά του σπιτιού τους.
Όλες αυτές οι χαρούμενες εικόνες τον
γέμισαν νοσταλγία, παράπονο, αλλά και στεναχώρια, γιατί δεν μπορούσε πια να δει
την αγαπημένη του ούτε να την ακούσει ή να την αγγίξει, μόνο στα όνειρά του την
έβλεπε κάποιες φορές και ήθελε τόσα πολλά να της πει…
Όταν συνήλθε, έριξε μια ματιά στο ανοιχτό σεντούκι και
αυτό που αντίκρισε τον γέμισε δέος και τρόμο. Μια κούκλα ξεπρόβαλλε μπροστά του
και ήταν ίδια η γυναίκα του! Τα καστανά σγουρά μαλλιά της, τα γαλάζια στρογγυλά
της μάτια, όλα ήταν ίδια! Η κούκλα φορούσε ακόμα ένα πράσινο φόρεμα, και το
αγαπημένο φόρεμα της Μέλοντι πράσινο ήταν! Κι ένα δαχτυλίδι στόλιζε το χέρι της
κούκλας κι είχε πάνω του έναν κρύσταλλο! Ήταν ολόιδιο με το δαχτυλίδι που ο
Όλιβερ είχε χαρίσει πριν πολλά χρόνια στην αγαπημένη του!
«Πώς γίνεται να της μοιάζει τόσο πολύ;» αναρωτήθηκε ο
Όλιβερ. Καθώς προσπαθούσε να εξηγήσει όλες αυτές τις παράξενες συμπτώσεις, η
πεταλούδα βρέθηκε ξανά κοντά του και του ψιθύρισε την υπόσχεση που είχε δώσει
στη Μέλοντι πριν από πολλά χρόνια. « Δεν θα σ’ αφήσω ποτέ! Θα σ’ αγαπώ για
πάντα, το υπόσχομαι!» -Δικά σου είναι αυτά τα λόγια, δικιά σου αυτή η υπόσχεση!
Δε θα τη κρατήσεις;
Η καρδιά του Όλιβερ άρχισε να χτυπάει όλο και πιο
δυνατά, ώσπου σταμάτησε και ταξίδεψε στον κόσμο όπου βρισκόταν η Μέλοντι και
τον περίμενε, όπως την πρώτη φορά που γνωρίστηκαν. Τώρα είναι πια μαζί, δε θα
χωριστούν ποτέ ξανά, θα αγαπιούνται για πάντα!
Τα μέλη του Ομίλου:
Γιούργη Άννα
Ζέρβα Μιχαέλα
Παπαδοπούλου Βασιλική
Χαρίτου Μαριαλένα