Ένα ανατριχιαστικό κυνηγητό στο σκοτεινό δάσος
Καθώς περπατούσε στο δάσος, άκουσε μια φωνή. Η Μόλλυ τρομοκρατήθηκε! Κανείς ποτέ δεν καλούσε μια μαύρη γάτα. Όλοι οι άνθρωποι τις φοβούνταν, πιστεύοντας ότι βλέποντάς τες η κακοτυχία θα έμενε μόνιμα μαζί τους. Η φωνή ξανακούστηκε. Η Μόλλυ είχε καταλάβει πλέον πως δεν ήταν μόνη. Ξεκίνησε να τρέχει. Είχε φοβηθεί αρκετά. Ένιωθε πως κινδυνεύει.
Το δάσος την αγκάλιαζε απειλητικά σφιχτά. Ένιωθε πως κάποιος ήταν διαρκώς πίσω της. Η βλάστηση, άγρια και πυκνή όπως ήταν, φάνταζε πιο τρομακτική απ’ ότι το πρωί. Άκουγε τη φωνή διαρκώς. Ήταν σαν τα παιδιά που τις Κυριακές βρίσκονται με τις οικογένειές τους στην εξοχή. Όταν βλέπουν γάτα, αρχίζουν να την κυνηγάνε!
Βυθισμένη στις σκέψεις της όπως ήταν, σταμάτησε πια να ακούει εκείνη τη φωνή. Πίστεψε, για μια στιγμή, πως όλα αυτά ήταν δημιουργήματα της φαντασίας της κι έτσι, μείωσε την ταχύτητά της. Άρχισε να ψάχνει ένα μέρος να κρυφτεί, όμως η ανατριχιαστική φωνή συνέχισε να την καταδιώκει! Αυτή τη φορά, μάλιστα, ένιωσε και βήματα πίσω της. Νοσταλγούσε τη μοναξιά της! Γυρνούσε πίσω στις στιγμές που ήταν μόνη της κι ήταν ελεύθερη να κάνει ό,τι θέλει χωρίς μια μυστηριώδη φωνή πίσω της.
Ξάφνου έφτασε σ’ ένα αγρόκτημα που ήταν αρκετά παλιό. Η φύση έπαιρνε πίσω ό,τι είχε πάρει ο άνθρωπος πρωτύτερα. Η Μόλλυ ήταν τόσο χαρούμενη, μια και τα ανθρώπινα δημιουργήματα και κτίσματα είχαν τις καλύτερες κρυψώνες. Βλέπετε, είναι τόσο μα τόσο περίπλοκα! Πλέον, έτρεχε με μεγαλύτερη ευκολία. Το χαμηλό, δίχως αγκάθια και ζιζάνια, γρασίδι της επέτρεπε να πηγαίνει πιο γρήγορα.
Δεν άργησε να φτάσει στην πόρτα του αγροκτήματος. Η φωνή είχε εξαφανιστεί, κάμποση ώρα τώρα. Μα η Μόλλυ ήξερε πως, όταν οι ανησυχίες της φύγουν, η φωνή θα επιστρέψει. Έψαξε να βρει μια είσοδο, ελπίζοντας να την ξετρυπώσει όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Σ’ ένα παράθυρο υπήρχε ένα μικρό άνοιγμα. Το περιεργάστηκε για λίγο και είδε ότι χωρούσε να περάσει από εκεί.
Μόλις μπήκε μέσα, έψαξε να βρει ένα καλό μέρος ώστε να κρυφτεί ή έστω να περάσει τη νύχτα. Όλα ήταν παλιά και ιδιαίτερα σκονισμένα. Η υγρασία στους τοίχους δήλωνε πολύ έντονα την παρουσία της. Όχι μονάχα οπτικά, αλλά και οσφρητικά. Μικρά και μεγάλα φυτά ξεπρόβαλαν από παντού. Διάφορα γεωργικά εργαλεία κοσμούσαν τους τοίχους δίπλα σε φωτογραφίες γυναικών και ηλικιωμένων αντρών. Σακιά διάσπαρτα, κάποια ανοιγμένα και κάποια κλειστά, μα η τροφή που είχαν μέσα είχε αλλάξει εντελώς μορφή. Αυτό το περιβάλλον διέθετε το τρομακτικό στοιχείο, αλλά για κάποιον ανεξήγητο λόγο η Μόλλυ είχε χαλαρώσει. Βαθιά μέσα της ήξερε ότι τούτη η ψυχική ηρεμία που την διακατείχε αυτή τη στιγμή σε λίγο θα ήταν παρελθόν, γιατί η φωνή δεν θα άντεχε σιωπηλή πολλή ώρα ακόμα.
Έξαφνα ακούστηκε ένας δυνατός θόρυβος. Η Μόλλυ έτρεξε προς το σημείο απ’ το οποίο ο ήχος είχε ακουστεί. Τα παράθυρα όλα ήταν ερμητικά κλειστά. Ένα περίεργο συναίσθημα κυρίευσε τη Μόλλυ. Ήξερε πως κάτι δεν πήγαινε καλά, μπορούσε να το αισθανθεί. Μα η φωνή δεν ακουγόταν. Ίσως και να ήταν τυχαίο, όμως ένα γέλιο τη διαβεβαίωσε πως σε τούτον τον κόσμο όλα μεταξύ τους συνδέονται.
Κάποιος γελούσε. Το άκουγε καθαρά. Δεν μπορούσε να καταλάβει από πού, αλλά το άκουγε. Τι συνέβαινε; Πού είχε μπλέξει; Διάφορες τέτοιες σκέψεις άρχισαν να την περικυκλώνουν, όπως εκείνη η φωνή και το γέλιο. Δεν μπορούσε να φύγει. Είχε παγιδευτεί!
Τότε τα συνειδητοποίησε όλα. Η φωνή ήθελε να την πάει εκεί. Την έκανε να πιστεύει πως αυτό ήταν σύμφωνο με τη δική της βούληση, αλλά όλα αποδείκνυαν το ακριβώς αντίθετο. Αυτό που δεν μπορούσε να καταλάβει ήταν ποιος τα έκανε όλα αυτά και γιατί σ’ εκείνη. Άρχισε να κλαίει. Δεν μπορούσε να κάνει κάτι άλλο. Δεν ήξερε τι να κάνει. Ήταν μόνη σ’ ένα άγνωστο μέρος όπου διάφορα παράξενα γεγονότα συνέβαιναν. Μόνη … αν εξαιρέσουμε τη φωνή που την ακολουθούσε διαρκώς. Έκλεισε τα μάτια και πήγε σε μια γωνία.
Η Μόλλυ ξύπνησε μέσα σ’ έναν κάδο! Ήταν έξω από ένα ψαροπωλείο! Είχε ιδρώσει. Φοβήθηκε τόσο πολύ. Ευτυχώς, ήταν έξω από ένα ψαράδικο κι όχι σε ένα δάσος. Μα εκείνη κανονικά ζούσε σ’ ένα δάσος! Πώς βρέθηκε εκεί;
Ηρώ – Σταυρούλα Δρίνη
12 – 11 - 2024
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου